- πιστευτός
- crédible
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
πιστευτός — trustworthy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστευτός — ή, ό / πιστευτός, ή, όν, ΝΑ [πιστεύω] αυτός που μπορεί ή αξίζει να πιστευθεί, αξιόπιστος, φερέγγυος … Dictionary of Greek
πιστευτός — ή, ό αυτός που πείθει, ο αξιόπιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πιστευτά — πιστευτός trustworthy neut nom/voc/acc pl πιστευτά̱ , πιστευτός trustworthy fem nom/voc/acc dual πιστευτά̱ , πιστευτός trustworthy fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθανός — ή, ό / πιθανός, ή, όν, ΝΑ 1. (για λογικά επιχειρήματα) αυτός που πείθει, πειστικός («σφόδρα πιθανὸς ὤν, ὅv ὁ Σωκράτης ἔλεγε λόγον» Πλάτ.) 2. (για λόγους, γνώμες, απόψεις) αληθοφανής, όχι βέβαιος αλλά που παρουσιάζεται ως πιστευτός, ευλογοφανής,… … Dictionary of Greek
αναξιοπιστία — η 1. το να είναι κανείς αναξιόπιστος, να μη θεωρείται άξιος να γίνει πιστευτός 2. το να μη θεωρείται κανείς άξιος για εμπορικές συναλλαγές, για πιστώσεις, η αφερεγγυότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναξιόπιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό … Dictionary of Greek
αναξιόπιστος — η, ο (Μ ἀναξιόπιστος, ον) αυτός που δεν αξίζει να γίνει πιστευτός νεοελλ. αυτός που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη για συναλλαγές, ο μη φερέγγυος, αφερέγγυος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + ἀξιόπιστος. ΠΑΡ. νεοελλ. αναξιοπιστία] … Dictionary of Greek
ανόμιστος — η, ο (Α ἀνόμιστος, ον) νεοελλ. αυτός που είναι δύσκολο να γίνει πιστευτός, ο μη αληθοφανής αρχ. ο μη καθιερωμένος, ασυνήθιστος … Dictionary of Greek
αξιόπιστος — η, ο (Α ἀξιόπιστος, ον) αυτός που εμπνέει εμπιστοσύνη, που θεωρείται άξιος να γίνει πιστευτός αρχ. 1. αρκετός 2. όποιος έχει αποδειχθεί από την πείρα ότι αξίζει να τον εμπιστεύεται κανείς 3. εκείνος που δίνει την απατηλή εντύπωση ότι είναι… … Dictionary of Greek
απίθανος — η, ο (AM ἀπίθανος, ον) (για πράγματα) ο μη πιθανός, μη ευλογοφανής, απίστευτος νεοελλ. (για πρόσωπα μτφ.) εξαίρετος, θαυμάσιος αρχ. (για πρόσωπα) 1. αυτός που δεν γίνεται εύκολα πιστευτός 2. αυτός που δεν πείθει τους άλλους … Dictionary of Greek
απίστευτος — η, ο 1. αυτός που δεν μπορεί να γίνει πιστευτός, ο απίθανος 2. πρωτάκουστος, εκπληκτικός … Dictionary of Greek